ύγρανσις

ύγρανσις
(-εως) η увлажнение; смачивание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ύγρανσις" в других словарях:

  • ὕγρανσις — wetting fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγράνσει — ὕγρανσις wetting fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑγράνσεϊ , ὕγρανσις wetting fem dat sg (epic) ὕγρανσις wetting fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕγρανσιν — ὕγρανσις wetting fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύγρανση — η / ὕγρανσις, άνσεως, ΝΜΑ [υγραίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υγραίνω …   Dictionary of Greek

  • ὑγράνσεως — ὑγράνσεω̆ς , ὕγρανσις wetting fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»